- τλήθυμος
- τλήθῡμος , τλήθυμοςof enduring soulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τλήθυμος — και δωρ. τ. τλάθυμος, ον, Α 1. καρτερόψυχος, υπομονητικός 2. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη /τλᾱ , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τλάθυμον — τλά̱θῡμον , τλήθυμος of enduring soul masc/fem acc sg (doric) τλά̱θῡμον , τλήθυμος of enduring soul neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
τλάθυμος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. τλήθυμος … Dictionary of Greek
τλάθυμος — τλά̱θῡμος , τλήθυμος of enduring soul masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλήθυμε — τλήθῡμε , τλήθυμος of enduring soul masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)